Ο ΕΔΣΝΑ έχει λόγο ύπαρξης:ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ, με προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των υπηρεσιών του και κοινωνικό έλεγχο των δράσεων

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

(Μισάνοιξε το αριστερό μάτι του Κεφαλά. Για να έχει σοβαρότητα, όμως, ο λόγος του, ας ξεκινήσει με μια αυτοκριτική, τόσο προσωπική όσο και της συλλογικότητας στην οποία αναφέρεται. Κυρίως, ας καταδικάσει τις οπορτουνιστικές θεσηθηρικές διαδρομές συναγωνιστών του, τους Συριζαίους προβοκάτορες δίπλα του και τη συμμαχία του με τους Μερκελιστές Οικολόγους - Πράσινους και τον Τσιρώνη)!Διαχείριση απορριμμάτων χωρίς ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ: Μια βολική φαντασίωση ή το τυρί στη «φάκα» των εργολάβων;





Η διοίκηση, από τα υπουργεία και τις αποκεντρωμένες διοικήσεις, ως τις περιφέρειες και τους δήμους, τρέχει πανικόβλητη να διασφαλίσει τα ελάχιστα: να σταματήσει, τουλάχιστον, την ανεξέλεγκτη διάθεση, μέχρι τον Ιούνη, διότι τα πρόστιμα από την ΕΕ άρχισαν να επιβάλλονται και είναι πολύ βαριά. Με «άνωθεν» αποφάσεις, τα απορρίμματα μεγάλων περιοχών οδηγούνται σε άλλες, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, που έχουν (για πόσο ακόμη;) χώρους ταφής.
Τι προοπτική, όμως, μπορούν να έχουν αυτού του είδους οι πυροσβεστικές πολιτικές; Αφού, στην πραγματικότητα, το μόνο που καταφέρνουν είναι να επιταχύνουν την εκδήλωση του ίδιου προβλήματος, σε κάποιες άλλες περιοχές, στις επόμενες, δηλαδή, «πυριτιδαποθήκες».
Από τα προβλήματα αυτά δε μένουν ανέγγιχτες, φυσικά, οι περιοχές με τα μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Ο ν. Θεσσαλονίκης, του οποίου ο σχετικά νέος και μοναδικός ΧΥΤΑ της Μαυροράχης γέμισε ταχύτατα και η επέκτασή του γίνεται με χίλια μύρια προβλήματα. Πολύ δε περισσότερο η περιφέρεια Αττικής, η οποία για πάνω από πενήντα χρόνια εφησυχάζει, χάρη στη λειτουργία της τερατώδους, σε μέγεθος και προβλήματα, εγκατάστασης της Φυλής, με πυρήνα ένα ΧΥΤΑ – χωματερή, με ελάχιστο χρόνο ζωής ακόμη. Είναι τρομακτικό και μόνο να σκεφτεί κανείς το τι σημαίνει να έρθει η στιγμή της εξάντλησης του ΧΥΤΑ της Φυλής, χωρίς να έχει υπάρξει μια ασφαλής εναλλακτική λύση διαχείρισης. Στο σημείο αυτό, ας μην επικαλεστεί κανείς τους ΧΥΤΑ Γραμματικού (υπό κατασκευή) και Κερατέας (στα χαρτιά). Γιατί, ακόμη κι αν δεν είχαν τα προφανή προβλήματα χωροθέτησης, που τους καθιστούν ακατάλληλους, θα ήταν αδύνατο να καλύψουν τις ανάγκες της Αττικής.
Το συγκεντρωτικό μοντέλο και η αποκεντρωμένη διαχείριση, με έμφαση στην προδιαλογή
Το πως φτάσαμε ως εδώ έχει την εξήγησή του. Το ίδιο και οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών σε νέους χώρους ταφής, ακόμη και σε ήπιες δραστηριότητες διαχείρισης, όπως η ανακύκλωση. Όμως, αυτό που, τώρα, προέχει δεν είναι οι θεωρητικές αναλύσεις, αλλά οι συγκεκριμένες πολιτικές, που, αφενός, θα αποτρέψουν μια προδιαγεγραμμένη έκρηξη και, αφετέρου, θα δρομολογήσουν ένα νέο μοντέλο διαχείρισης, με προοπτική και σε όφελος της κοινωνίας.
Στο επίπεδο αυτό τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά καθαρά. Τα βασικά «στρατόπεδα» έχουν διαμορφωθεί και το καθένα από αυτά έχει να προτείνει το δικό του μοντέλο διαχείρισης:
Το σύνολο των κατασκευαστικών ομίλων της χώρας, μαζί με το νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό, ένα τμήμα της κρατικής γραφειοκρατίας και ένα αξιοσημείωτο μέρος της επιστημονικής κοινότητας αποτελούν το ένα «στρατόπεδο». Αυτό που ποντάρει στη διατήρηση των ΑΣΑ σε σύμμεικτη μορφή, ώστε να αποτελέσουν έτοιμη πρώτη ύλη για συγκεντρωτικές μονάδες επεξεργασίας, σε πρώτη φάση. Την οποία θα ακολουθήσει η ανομολόγητη, προς το παρόν, δεύτερη φάση των μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης – καύσης των «προϊόντων», που θα παράγουν οι πρώτες. Το μοντέλο αυτό στηρίζεται στη λογική της πλήρους ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων και εκφράστηκε με την απόπειρα της προηγούμενης κυβέρνησης να υλοποιήσει ένα εκτεταμένο σχέδιο δημοπράτησης φαραωνικών μονάδων επεξεργασίας, με τη μέθοδο της σύμπραξης δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
Το δεύτερο «στρατόπεδο» το συγκροτούν, κατά βάση, κοινωνικές πρωτοβουλίες και συλλογικότητες βάσης, σε κοινό μέτωπο με αυτοδιοικητικά σχήματα, με τα πιο κοινωνικοποιημένα τμήματα των εργαζομένων στην αυτοδιοίκηση και με το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής έκφρασης της αριστεράς. Αντιπαρατάσσει την ήπια, δημόσια διαχείριση με τη λογική της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας, που αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της προδιαλογής και ανάκτησης υλικών, στον δραστικό περιορισμό της ανάμειξης των υλικών, άρα και των μονάδων επεξεργασίας και ενεργειακής αξιοποίησης σύμμεικτων απορριμμάτων και στην ασφαλή διάθεση μικρών ποσοτήτων υπολειμμάτων σε ΧΥΤΥ. Είναι η λογική που οδήγησε στην ακύρωση των τεσσάρων διαγωνισμών ΣΔΙΤ στην Αττική και αυτή που έχει αποτρέψει, προς το παρόν, να μπει υπογραφή και σε οποιαδήποτε άλλη σύμβαση.
Το τι διαχωρίζει και τι προσδίδει κοινωνικό – ταξικό πρόσημο στα δύο μοντέλα είναι εύκολα αποδείξιμο: οι επιδόσεις τους ως προς το τελικό κόστος επιβάρυνσης των πολιτών – δημοτών, την περιβαλλοντική ασφάλεια και τη δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου του συστήματος διαχείρισης.
Μετάβαση στο «νέο» με παλινδρομήσεις
Όσο τα πράγματα μένουν στη σχηματική καταγραφή και αποτύπωση εκτιμήσεων και προτάσεων, τα πράγματα φαίνονται απλά. Συνήθως και αυτονόητα. Στην πράξη, τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα. Όχι τόσο για το φιλοεργολαβικό μπλοκ, που έχει σαφή στρατηγική και ξέρει πολύ καλά τι επιδιώκει. Όσο για το κινηματικό μπλοκ, που πρέπει να κατακτήσει και να αφομοιώσει κοινό λόγο και κοινή αντίληψη για τις πρακτικές μετάβασης από το υφιστάμενο καθεστώς σε αυτό της αποκεντρωμένης διαχείρισης.
Η προσπάθεια αυτή δεν είναι ευθύγραμμη και, ορισμένες φορές, εγκυμονεί τον κίνδυνο της παλινδρόμησης από θέσεις, που, υποτίθεται, έχουν κατακτηθεί. Οι παράγοντες που υπεισέρχονται σε αυτήν τη διαδικασία είναι οι εξής:
Μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη, που εκδηλώνεται απέναντι σε οτιδήποτε έχει σχέση με τη διαχείριση απορριμμάτων. Ας πρόκειται και για την πιο ήπια δραστηριότητα π.χ. ανακύκλωση προδιαλεγμένων υλικών συσκευασίας ή «πράσινα σημεία» για συγκέντρωση άλλων ανακυκλώσιμων υλικών.
Ο φόβος ότι, λόγω των τρομακτικών καθυστερήσεων, κάποιες ακατάλληλες υποδομές θα τεθούν σε λειτουργία ή θα συνεχίσουν να λειτουργούν στο διηνεκές, με την επίκληση του επείγοντος ή μιας πιθανής κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Στην Αττική, προβληματισμοί τέτοιου είδους σχετίζονται άμεσα με τους ΧΥΤΑ. Της Φυλής, κυρίως, που λειτουργεί πέντε δεκαετίες, έχει υπολειπόμενο χρόνο ζωής δύο, το πολύ, τρία χρόνια, πρέπει να κλείσει οριστικά και, παρόλα αυτά, εγκυμονείται ο κίνδυνος να συνεχιστεί η λειτουργία του για πολλά χρόνια ακόμη, μέσω μιας νέας επέκτασης. Αλλά και του Γραμματικού, που αποτελεί μέρος του υφιστάμενου σχεδιασμού, ολοκληρώνεται η κατασκευή του, παρόλο που έχει χωροθετηθεί σε προφανώς ακατάλληλη θέση και του οποίου συζητείται η λειτουργία, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σαν το «μαξιλαράκι ανακούφισης» του συστήματος, στο ενδεχόμενο οι νέες υποδομές της αποκεντρωμένης διαχείρισης να έχουν παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες. Το ενδεχόμενο της κατασκευής του ΧΥΤΑ Κερατέας φαίνεται να έχει εκλείψει, προς το παρόν, αν και όχι οριστικά και επίσημα. Αν στα παραπάνω, απολύτως εξηγήσιμα, προσθέσουμε και την τάση των κατοίκων που αντιδρούν να απορρίψουν και για άλλες περιοχές την κατασκευή ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ, ώστε να μην κατηγορηθούν για ιδιοτελή στάση, έχουμε όλο το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι σχετικοί προβληματισμοί.
Μπορούμε χωρίς ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ;
Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτές τις περιοχές, κυρίως, έχει αρχίσει να βρίσκει έδαφος μια λογική «κατά των ΧΥΤΑ», γενικά. Σύμφωνα με αυτήν, υποτίθεται ότι μπορεί να υπάρξει ένα βιώσιμο, εναλλακτικό στο σημερινό, σύστημα διαχείρισης, που, ουσιαστικά, δεν θα έχει ανάγκη χώρων ασφαλούς διάθεσης – ταφής. Χρειάζεται, λοιπόν, να απαντήσουμε αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και αν είναι η απάντηση στο (υπαρκτό) πρόβλημα των συγκεκριμένων περιοχών, αλλά κι όλης της περιφέρειας Αττικής. Και πρέπει να το κάνουμε ΤΩΡΑ, γιατί:
Αν η παραπάνω υπόθεση είναι σωστή, πρέπει το κίνημα να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του και οι αυτοδιοικητικοί τις προτεραιότητές τους.
Αν είναι λάθος, όμως, η αναζήτηση των νέων χώρων ασφαλούς διάθεσης πρέπει να αποτελέσει ένα από τα βασικά ζητούμενα της αναθεώρησης του περιφερειακού σχεδιασμού διαχείρισης των αποβλήτων της Αττικής, που έχει, ήδη, καθυστερήσει πάρα πολύ. Αλλιώς, η Φυλή και το Γραμματικό θα αποτελέσουν θύματα μιας δικής τους λαθεμένης επιλογής, αν υποθέσουμε ότι αυτή έχει γενικευμένη αποδοχή.
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την απάντηση στο αρχικό ερώτημα, εξετάζοντας τρεις βασικές πτυχές του ζητήματος.
Η πολιτική – κινηματική προσέγγιση
Ας υποθέσουμε ότι με ένα μαγικό τρόπο, δεν εξετάζουμε ποιόν, έχουμε καταφέρει να «απεξαρτηθούμε» από τους ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ, προτού γεμίσει ο υφιστάμενος, μοναδικός ΧΥΤΑ της Φυλής, ας πούμε μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Τι θα έχουμε πετύχει:
Οι κάτοικοι της Φυλής και του Γραμματικού, να απαλλαγούν από τη λειτουργία των ΧΥΤΑ, χωρίς κανείς να διανοηθεί να τους κατηγορήσει ότι έχουν ιδιοτελή κίνητρα.
Οι κάτοικοι των άλλων περιοχών της Αττικής, να αισθανθούν ανακουφισμένοι, αφού ποτέ στο μέλλον δεν πρόκειται να τους αγγίξει το «μίασμα» ενός νέου ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ.
Η περιφέρεια Αττικής και ο ΕΔΣΝΑ, να μην επωμιστούν το τεράστιο βάρος της διαχείρισης των υπαρχουσών υποδομών σε Φυλή και Γραμματικό και της επώδυνης αναζήτησης χώρων για νέους ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ.
Το τμήμα του πολιτικού προσωπικού, που αρέσκεται στην κολακεία των αντιδράσεων και όχι στη διαμόρφωση συνειδήσεων, να έχει καταγάγει μια ακόμη περιφανή νίκη.
Οι εργολάβοι, να τρίβουν τα χέρια τους, αφού θα έχουν πολλαπλασιαστεί οι πιθανότητες να γίνουν, επιτέλους, πράξη οι φαραωνικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, για τις οποίες τόσο κατηγορήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Ως γνωστόν, η αρχή διατήρησης της μάζας ισχύει και τα απορρίμματα δεν θα εξαφανιστούν δια μαγείας.
Με άλλα λόγια, θα έχει συμβεί το εξής σουρεαλιστικό: τα μεγαλύτερα τμήματα των δύο αντιμαχόμενων «στρατοπέδων» θα έχουν ομονοήσει σε ένα από τα κεντρικά ζητήματα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Η οποία διαχείριση, έχουμε ήδη συμφωνήσει ότι έχει κοινωνικό – ταξικό πρόσημο. Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε, τότε, να δοθεί είναι ότι κάποιος «πάτησε την πεπονόφλουδα» και, από μέρους μας, δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστούμε ποιος.
Η εμπειρική προσέγγιση
πινακας-ΧΥΤΑ
Εξίσου διδακτική είναι και η εμπειρική προσέγγιση. Διαλέξαμε γι αυτό, όχι μια τριτοκοσμική χώρα, αλλά την Ευρώπη, η οποία φημίζεται για σχετικά καλές επιδόσεις στη διαχείριση των απορριμμάτων. Στον πίνακα που παρατίθεται η Eurostat παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους οι ευρωπαϊκές χώρες διαχειρίστηκαν το 2013 τα αστικά απόβλητα, χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες: ταφή, αποτέφρωση, ανακύκλωση, κομποστοποίηση. Βλέπουμε ότι υπάρχουν οκτώ χώρες (της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, έχει τη σημασία του αυτό το στοιχείο), με ποσοστά ταφής από 0% – 4% (οι υπόλοιπες έχουν από 17% και πάνω). Για τις οκτώ αυτές χώρες θα μπορούσαμε να πούμε ότι εφαρμόζουν διαχείριση «χωρίς ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ».
Η πρώτη διαπίστωση, για τις συγκεκριμένες χώρες, είναι ότι παρουσιάζουν ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά αποτέφρωσης, που ξεκινούν από το 35% και φτάνουν το 58% του συνόλου των ΑΣΑ. Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι οι μονάδες αποτέφρωσης παράγουν τοξικά απόβλητα, τα οποία χρειάζονται ειδική διαχείριση και, πολλές φορές, ειδικούς χώρους υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ), κάτι που δεν αποτυπώνεται στον πίνακα της Eurostat.
Υποθέτουμε, βάσιμα, ότι ένα μέρος των ανακυκλώσιμων και των οργανικών που κομποστοποιούνται, σε αυτές τις χώρες, δεν προέρχεται από προδιαλογή, αλλά από επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων. Η δεύτερη διαπίστωση, συνεπώς, είναι ότι η συνολική διαχείριση σύμμεικτων απορριμμάτων αφορά ποσοστό, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τα, ήδη, υψηλά ποσοστά της αποτέφρωσης και μπορεί να κυμαίνεται από 50% – 70% του συνόλου των ΑΣΑ.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η διαχείριση των ΑΣΑ «χωρίς ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ», στην Ευρώπη, είναι σχετικά περιορισμένη και, όπου εφαρμόζεται, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υψηλά ποσοστά σύμμεικτων απορριμμάτων και με την ενεργειακή αξιοποίηση – καύση. Δηλαδή, με ότι αγωνιζόμαστε να αποτρέψουμε. Ή, μήπως, όχι;
Η ορθολογική προσέγγιση
Αν οι προηγούμενες προσεγγίσεις «χτυπούν το καμπανάκι» για τον κίνδυνο διολίσθησης στην φιλο-εργολαβική αντίληψη της συγκεντρωτικής διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων, με σκοπό την καύση, οφείλουμε να εξετάσουμε μιαν ακόμη εκδοχή. Τη δυνατότητα, δηλαδή, να οδηγηθούμε σε διαχείριση «χωρίς ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ», στο πλαίσιο της ήπιας, αποκεντρωμένης διαχείρισης, με κεντρικό πυλώνα την προδιαλογή των υλικών.
Αν σκεφτούμε ότι το 90%, περίπου, των αστικών στερεών αποβλήτων είναι ανακυκλώσιμα και οργανικά υλικά, ο στόχος για ένα τελικό υπόλειμμα της τάξης του 10% είναι, θεωρητικά, εφικτός. Με την προϋπόθεση ότι: γίνεται γενικευμένη εφαρμογή του νέου μοντέλου διαχείρισης, υπάρχει εκτεταμένη και διαρκής ενημέρωση και υποστήριξη, διασφαλίζονται οι αναγκαίες υποδομές υποδοχής και διαχείρισης των ανακτώμενων υλικών και η στάση πολιτείας και πολιτών χαρακτηρίζεται από συνέπεια και στοχοπροσήλωση. Και με την επιπλέον προϋπόθεση ότι υπάρχει ο ελάχιστος αναγκαίος χρόνος για την ομαλή ανάπτυξη ενός τέτοιου προγράμματος. Χρόνος που, με τις ιδανικότερες των συνθηκών, είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να είναι μικρότερος της δεκαετίας.
Για να πάμε σε ταφή του 10%, από το σημερινό 81%, σε βάθος μιας δεκαετίας και με όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, σημαίνει ότι θα εκτρέπεται από την ταφή, κατά μέσο όρο, το 7% περίπου του συνόλου της σημερινής παραγωγής ΑΣΑ. Αυτό σημαίνει επίσης, ότι στη διάρκεια της δεκαετίας θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν τεράστιες ποσότητες σύμμεικτων ΑΣΑ, που θα έχουν ανάγκη ασφαλούς διάθεσης. Οι ποσότητες αυτές, για την περίπτωση της Αττικής, εκτιμώνται σε, περίπου, 10 εκατ. τόνους.
Με δεδομένο το κλείσιμο του ΧΥΤΑ Φυλής και τη μη λειτουργία του ΧΥΤΑ Γραμματικού, μπορεί να διανοηθεί κανείς ότι αυτό το πραγματικό πρόβλημα γίνεται να αντιμετωπιστεί χωρίς τη δημιουργία νέων χώρων ασφαλούς διάθεσης;
Από το ένα λάθος, στο χειρότερο
Ένα μέρος από τους θιασώτες της αντίληψης «ποτέ και πουθενά ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ», αντιλαμβάνεται τη διάσταση του συνθήματος, διότι για σύνθημα πρόκειται, με την πραγματικότητα. Αντί να την αντιμετωπίσει με τον αναγκαίο ρεαλισμό, όμως, την αντιμετωπίζει με μια νέα φυγή από την πραγματικότητα. Με την ιδέα της μεταφοράς στο εξωτερικό, με σκοπό την καύση, των σύμμεικτων απορριμμάτων, τα οποία δεν θα έχουμε τους αναγκαίους χώρους για να τα διαθέσουμε με ασφάλεια. Και τα οποία, για να ωραιοποιηθεί ο παραλογισμός της πρότασης, μεταβαπτίζονται σε «υπόλειμμα». Ενώ δεν είναι προϊόν επεξεργασίας, αλλά ατόφια σύμμεικτα ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, μικτά επιμολυσμένα απόβλητα.
Οι θιασώτες αυτής της φαεινής ιδέας επικαλούνται το οικονομικό όφελος, υποστηρίζοντας ότι η μεταφορά στο εξωτερικό στοιχίζει λιγότερο από την υφιστάμενη διαχείριση και την ύπαρξη αγοράς, δηλαδή τη δυνατότητα διάθεσης. Και τα δύο μένει να τεκμηριωθούν, πειστικά.
Δε θα σταθούμε στην ηθική πλευρά της πρότασης. Το με ποια, δηλαδή, κινηματική αντίληψη μπορεί να θεωρείται ανεκτή και να επιδιώκεται να υλοποιείται, κάπου αλλού, μια συγκεκριμένη πρακτική διαχείρισης, που στη δική σου χώρα ή στη δική σου περιοχή θεωρείται απαράδεκτη και καταδικαστέα. Θα σταθούμε στα πρακτικά παρεπόμενα της πρότασης, που την κάνουν ακόμη πιο προβληματική:
Αν η καύση των απορριμμάτων είναι αποδεκτή σε μια άλλη χώρα, για ποιο λόγο να μην είναι και στη δική μας χώρα; Υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων; Ή, μήπως, οι επιπτώσεις διαφοροποιούνται, ανάλογα με τις πολιτικές ανοχής συγκεκριμένων κυβερνήσεων και τις κερδοσκοπικές επιδιώξεις του κεφαλαίου;
Αν είναι οικονομική η διαχείριση, αυτού του τύπου, στο εξωτερικό, δε θα ήταν ακόμη οικονομικότερη αν γίνονταν στην Ελλάδα; Δεν είναι ένα σαφές μήνυμα προς τους εργολάβους αυτό;
Αν είναι φυσιολογική η μεταφορά απορριμμάτων στο εξωτερικό, γιατί μας ξενίζει η μεταφορά τους από την Τρίπολη, στη Φυλή, για παράδειγμα;
Η πρακτική υλοποίησης της διακρατικής μεταφοράς απορριμμάτων ισοδυναμεί με διαιώνιση της ύπαρξης κεντρικών υποδομών διαχείρισης σύμμεικτων, αφού κάπου πρέπει να μεταφορτώνονται τα απορρίμματα. Εκτός αν κανείς φαντάζεται ότι χίλια απορριμματοφόρα και φορτηγά, καθημερινά, θα μεταφορτώνουν τα απορρίμματα σε σιδηροδρομικούς σταθμούς και λιμάνια της Αττικής.
Επίλογος
Συνοψίζοντας, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι σε ένα σύστημα αποκεντρωμένης διαχείρισης, με έμφαση στην προδιαλογή των υλικών, οι ανάγκες σε χώρους υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων θα περιοριστούν δραστικά και οι ίδιοι οι ΧΥΤΥ θα καταστούν ασφαλέστεροι. Θα εξακολουθήσουν, όμως, να είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης, για αρκετά χρόνια ακόμη. Η πρόταξη του στόχου «ποτέ και πουθενά ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ», εκτός από το να αποτελεί μια «βολική» φαντασίωση, εγκυμονεί τον κίνδυνο να ξαναβάλει στο «παιχνίδι» τα μεγαλοεργολαβικά συμφέροντα της συγκεντρωτικής διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων και της καύσης τους, μέσα από μια διαδικασία πλήρους ιδιωτικοποίησης.
Πηγή: Unfollow
http://unfollow.com.gr/web-only/aporrim/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου