15:01 | 11 Φεβ. 2016
Τελευταία ανανέωση 15:43 | 11 Φεβ. 2016
Πάνος Παναγιώτου
Το τελευταίο διάστημα εξελίσσεται ένας «πόλεμος» μεταξύ τηλεοπτικών καναλιών και της κυβέρνησης με πρωταγωνιστή τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, ο οποίο άλλοτε με έμμεσο και άλλοτε με άμεσο τρόπο υποστηρίζει τη θέση ότι τα μεγάλα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια αποτελούν εστίες διαφθοράς, ζημιογόνες για την ελληνική κοινωνία και την οικονομία, συμπληρώνοντας πως λειτουργούν χωρίς άδειες αλλά και ότι ο αριθμός τους είναι δυσανάλογος του πληθυσμού της Ελλάδας με αποτέλεσμα η διαφημιστική πίτα να μην είναι αρκετή για όλα και έτσι να καταγράφουν ζημίες οι οποίες τελικά και επιβαρύνουν τις ελληνικές τράπεζες και το ελληνικό δημόσιο.
Για το λόγο αυτό ο κ. Παππάς υποστηρίζει πως πρέπει να τεθούν κανόνες στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο για να διασφαλιστεί επιτέλους η διαφάνεια και η δεοντολογία αλλά και ότι πρέπει να περιοριστούν οι άδειες σε τέσσερις.
Από την άλλη πλευρά τα κανάλια, έχοντας τη στήριξη της αντιπολίτευσης, έχουν εξαπολύσει κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της κυβέρνησης, κατηγορώντας την για οπορτουνισμό, λασπολογία και φασιστική συμπεριφορά.
Αν και η αλήθεια ποτέ δεν είναι απόλυτη και το πιθανότερο είναι ότι οι πολίτες, ποτέ δε θα μάθουν αν και σε ποιο βαθμό ευσταθούν οι κατηγορίες που εξαπολύονται εκατέρωθεν ή όχι, για τις ΗΠΑ η ζυγαριά μοιάζει να γέρνει προς την πλευρά της κυβέρνησης και του υπουργού Επικρατείας, καθώς σύμφωνα με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα και τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Charles Ries, το πραγματικό επίκεντρο της αδιαφάνειας και της διαπλοκής εντοπίζεται στην ιδιωτική βιομηχανία των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) η οποία χαρακτηρίζεται ως υπερμεγέθης και ζημιογόνα, ενώ σημειώνεται πως τα τηλεοπτικά κανάλια λειτουργούν χωρίς άδειες.
Αυτό τουλάχιστον αναφέρεται ρητά σε δύο εμπιστευτικά έγγραφα που συντάχθηκαν από την αμερικανική πρεσβεία και κοινοποιήθηκαν στο υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ μεταξύ του Απριλίου και του Ιουλίου του 2006 και τα οποία δημοσίευσε το WikiLeaks. Το πρώτο έγγραφο, περιλαμβάνει μόνο μία περιορισμένη αναφορά με συνοπτικά σχόλια για τα ελληνικά ιδιωτικά ΜΜΕ και την ΕΡΤ, ενώ το δεύτερο αποτελεί μία εκτενή ανάλυση για τα ιδιωτικά ΜΜΕ της Ελλάδας, το σκοτεινό ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και τον ρόλο που παίζουν στη συντήρηση ενός δικτύου πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής.
Και τα δύο έγγραφα υπογράφονται από τον Charles P. Ries, Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα από το 2004 μέχρι το 2007. Ο Charles Ries δεν είναι ένας υπηρεσιακός διπλωμάτης της σειράς αλλά ένα ισχυρό πολιτικό πρόσωπο των ΗΠΑ το οποίο επιλέχτηκε ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα οικονομίας, ενέργειας και δημοσίων σχέσεων σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές για την ΕΕ, λίγο μετά την ίδρυση της ευρωζώνης.
Ήταν κύριος Αναπληρωτής Βοηθός Υπουργός Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις (2000-04), υπεύθυνος για την επίβλεψη των σχέσεων ΗΠΑ – Ευρωπαϊκής Ένωσης και επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας με την ΕΕ στους τομείς της οικονομίας και της ενέργειας. Επιπλέον, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Συντονισμού για την Οικονομική Μετάβαση του Ιράκ αναλαμβάνοντας επικεφαλής μίας από τις πιο σημαντικές διεθνείς διπλωματικές αποστολές των ΗΠΑ.
Η πολιτική δύναμη του Charles Ries ενισχύεται από το γεγονός ότι η σύζυγος του, Marcie Berman Ries, είναι, επίσης, σημαίνον πρόσωπο της αμερικανικής διπλωματίας. Νυν πρέσβειρα των ΗΠΑ στη Βουλγαρία, με ειδικότητα σε θέματα εθνικής ασφάλειας και ελέγχου όπλων η Ries διετέλεσε διευθύντρια του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για Πολιτικές Υποθέσεις, επικεφαλής της αποστολής στην Πρίστινα, στο Κοσσυφοπέδιο, πρέσβειρα στην Αλβανία, υπεύθυνη Πολιτικο-Στρατιωτικών Υποθέσεων στο Ιράκ.και επικεφαλής του τμήματος Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερκών των ΗΠΑ και στο τμήμα Πυρηνικής και Στρατηγικής Πολιτικής.
Τον Απρίλιο του 2006, ενόψει της επίσκεψης της Υπουργού εξωτερικών (ΥΠΕΞ) των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις στην Ελλάδα, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα συνέταξε μία εμπιστευτική αναφορά προς την Ουάσιγκτον με τους κυριότερους τίτλους προς συζήτηση και οδηγίες για μία σειρά θεμάτων. Στην αναφορά συμπεριλαμβάνονταν μία ενότητα με τον τίτλο ‘Τύπος (ΜΜΕ) κατά τη διάρκεια της επίσκεψης σας’ όπου γινόταν μία σύντομη, γενική περιγραφή των ελληνικών ΜΜΕ. Στην περιγραφή του, ο Αμερικανός πρέσβης προχωρά σε μία σαφή διάκριση μεταξύ των ιδιωτικών τηλεοπτικών μέσων και της δημόσιας τηλεόρασης, προτείνοντας στην Κοντολίζα Ράις να επιλέξει την ΕΡΤ, με το επιχείρημα πως προσπαθούσε να διατηρήσει μία ισορροπία στον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων.
‘Προτείνουμε μία συνέντευξη με την ΕΡΤ” γράφει ο πρέσβης, υπογραμμίζοντας ότι, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά ΜΜΕ, η ΕΡΤ ‘κάνει μία αξιοπρεπή προσπάθεια να παρουσιάσει ισορροπημένες ειδήσεις’. ‘Σε μία πρόσωπο με πρόσωπο συνέντευξη με τον αξιόλογο διπλωματικό ανταποκριτή της ΕΡΤ, περιμένουμε σοβαρές, εγκρατείς ερωτήσεις για τη στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα, τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, το όνομα των Σκοπίων, το Κόσοβο, το Ιράν, το Ιράκ και το πρόγραμμα απαλλαγής από τη βίζα … Περιμένουμε τμήμα της συνέντευξης να τρέξει κατά τη διάρκεια του βραδινού δελτίου ειδήσεων, με άλλους σταθμούς να χρησιμοποιούν τμήματα στις δικές τους αναμεταδόσεις. Η συνέντευξη, στο σύνολο της, θα μεταδοθεί την επόμενη ημέρα από την ΕΡΤ’ αναφέρει ο Αμερικανός πρέσβης.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2006, στον απόηχο της ολοκλήρωσης της επίσκεψης της Κοντολίζα Ράις στην Ελλάδα, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα κοινοποίησε στο ΥΠΕΞ στην Ουάσιγκτον ένα χαρακτηρισμένο ως ‘ευαίσθητο’ έγγραφο, όπου γινόταν μία εκτενής, εμπιστευτική ανάλυση του τομέα των ελληνικών, ιδιωτικών, ΜΜΕ. Στην περίληψη της ανάλυσης αναφέρεται ότι κάτω από τα φαινομενικά φυσιολογικά λειτουργούντα ΜΜΕ της Ελλάδας, κρύβεται ένα σύμπλεγμα συμφερόντων όπου εμπλέκονται Έλληνες μεγιστάνες με σαφή στόχο τη χρήση του Τύπου για την εξυπηρέτηση πολιτικών και οικονομικών τους συμφερόντων.
‘Με μία πρώτη ματιά τα ελληνικά ΜΜΕ μπορεί να μοιάζουν με αυτά στις ΗΠΑ, με ένα μείγμα εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, εθνικών και τοπικών και με Συνταγματικές εγγυήσεις για την ελευθερία του Τύπου’ αναφέρει το έγγραφο. ‘Ένας πιο προσεκτικός έλεγχος αποκαλύπτει μία ελληνική βιομηχανία ΜΜΕ ελεγχόμενη από μεγιστάνες των επιχειρήσεων, οι οποίοι μπορούν να χρηματοδοτούν τις ζημιογόνες δραστηριότητες τους στο χώρο των ΜΜΕ μέσω άλλων επιτυχημένων επιχειρήσεων τους. Οι δραστηριότητες τους στο χώρο των ΜΜΕ τους επιτρέπουν, με τη σειρά τους, να ασκούν πολιτική και οικονομική επιρροή.’
Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης για τα ελληνικά ΜΜΕ, όπως αποτυπώνεται στο ευαίσθητο αμερικανικό έγγραφο, γίνεται μία σύντομη αναφορά στην ιστορία τους και στον τρόπο που οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες συνέβαλλαν στον αγώνα για την ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς. Με ένα άλμα στο μέλλον το έγγραφο μεταφέρεται στο 2006 για να εξηγήσει πώς Έλληνες μεγιστάνες του πλούτου έχουν στήσει μία ζημιογόνα και ελεγχόμενη βιομηχανία ενημέρωσης την οποία χρηματοδοτούν οι ίδιοι από άλλες δραστηριότητες τους με μοναδικό στόχο την εκμετάλλευση της για την εξυπηρέτηση συμφερόντων τους.
‘Η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή περίπου 160 εφημερίδες, 180 τηλεοπτικούς σταθμούς, 800 ραδιοφωνικούς σταθμούς, 3500 περιοδικά και μόλις 10 εκ.ανθρώπους. (Η Πορτογαλία με τον ίδιο πληθυσμό, έχει 35 εφημερίδες, 62 τηλεοπτικούς σταθμούς και 221 ραδιοφωνικούς σταθμούς)’ αναφέρουν οι συντάκτες του εγγράφου διερωτώμενοι ‘πώς είναι δυνατόν όλα αυτά τα ΜΜΕ να λειτουργούν επικερδώς;’ πριν δώσουν οι ίδιοι την απάντηση: ‘δε λειτουργούν επικερδώς. Χρηματοδοτούνται από τους ιδιοκτήτες τους που, αν και καλωσορίζουν οποιοδήποτε εισόδημα από τις δραστηριότητες των ΜΜΕ τα χρησιμοποιούν κυρίως για να ασκήσουν πολιτική και οικονομική επιρροή και ως εκ τούτου ενδιαφέρονται λιγότερο για τα κέρδη από τα ΜΜΕ’.
Σε επόμενη ενότητα της ανάλυσης στο ευαίσθητο αμερικανικό έγγραφο, με τίτλο ‘Ποιοι είναι τα ΜΜΕ;’ περιγράφεται, με επίκεντρο τη βιομηχανία ενημέρωσης, ένα σύστημα διαπλοκής που δρα στην Ελλάδα ελέγχοντας τα ΜΜΕ και την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Σύμφωνα με τους συντάκτες του εγγράφου, ‘τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης στην Αθήνα βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία μίας μικρής ομάδας ανθρώπων που έχουν κληρονομήσει ή δημιουργήσει περιουσίες στους τομείς της ναυτιλίας, των τραπεζών, των τηλεπικοινωνιών, του πετρελαίου, των ασφαλειών κλπ και οι οποίοι είναι ή υπήρξαν συνδεδεμένοι εξ αίματος, γάμου ή μοιχείας με πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους και / ή με άλλους μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης ή των επιχειρήσεων’.
‘Για παράδειγμα’ συνεχίζουν οι συντάκτες του εγγράφου από την αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, ο εφοπλιστής και μέτοχος του Mega Channel, Βαρδής Βαρδινογιάννης, είναι ο καλύτερος φίλος του Χρήστου Λαμπράκη, εκδότη των εφημερίδων ‘Το Βήμα’, ‘Τα Νέα’, των \Athens News’ και του ειδησεογραφικού πόρταλ ‘in.gr’ και ο Λαμπράκης έχει συμβάσεις για την κατασκευή δημόσιων έργων. Τα δύο παιδιά του Βαρδινογιάννη έχουν παντρευτεί με μέλη των εφοπλιστικών οικογενειών Γουλανδρή και Νομικού. Η αδελφή του Βαρδινογιάννη, Ελένη, είναι παντρεμένη με το βουλευτή .. Γιάννη Κεφαλογιάννη .. ‘
Τα ‘διαπλεκόμενα συμφέροντα’ στην Ελλάδα αναφέρονται ‘συγκεκριμένα και αποκλειστικά στο δίκτυο σχέσεων μεταξύ των μέσων ενημέρωσης, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης’ γράφουν οι συντάκτες του εγγράφου παραθέτοντας σχόλιο του τότε υπουργού Εμπορίου και Ναυτιλίας σχετικά με το πώς τα διαπλεκόμενα συμφέροντα μετατρέπουν την ελληνική κυβέρνηση σε μαριονέτα που τα εξυπηρετεί. ‘Οι σχέσεις είναι πιο περίπλοκες και αιμομικτικές από εκείνες μεταξύ των θεών, των ημίθεων και των ανθρώπων της ελληνικής μυθολογίας’ σημειώνουν οι συντάκτες του εγγράφου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προσθέτοντας ότι ‘όλοι οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί λειτουργούν χωρίς άδειες μέχρι τώρα, καθώς δεν υπάρχει πλαίσιο για τη χορήγηση αδειών’ .
‘Προηγούμενες κυβερνήσεις, στην προσπάθεια τους να πετύχουν ευνοϊκής δημοσιότητας, έκαναν τα στραβά μάτια σε παράνομους ελιγμούς των μέσων ενημέρωσε σε διάφορους τομείς και τους παρείχαν ακόμη και φοροαπαλλαγές’ αποκαλύπτει το έγγραφο.
Όσον αφορά στους δημοσιογράφους το έγγραφο αναφέρει ότι είναι ανεπαρκώς αμειβόμενοι και συνήθως πρέπει να κάνουν πολλές δουλειές απλά και μόνο για να βγάζουν τα προς το ζην και ‘να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους’. Αυτό τους αφαιρεί δύναμη και τους κάνει να γίνονται ιδιαίτερα ‘ανήσυχοι′ για το τί σκέφτονται γι’ αυτούς τα ‘πολλά αφεντικά τους’. Στη συνέχεια το έγγραφο αναφέρεται σε επαφή που είχε η αμερικανική πρεσβεία με μία ‘επί μακρόν εργαζόμενη δημοσιογράφο στο Mega Channel’ η οποία και υποστήριξε ότι σε όλα τα χρόνια εργασίας της στο κανάλι ‘θυμάται μόνο μία περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους πέντε ιδιοκτήτες του δέχτηκε κριτική από το σταθμό’.
Η ανάλυση, οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα που παρατίθενται στα συγκεκριμένα εμπιστευτικά έγγραφα από τον πρώην αμερικανικό πρέσβη στην Αθήνα Charles Ries και τα οποία συντάχθηκαν και εστάλησαν στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, παρέχουν μία σαφή εικόνα της, μυστικής αλλά πραγματικής άποψης των ΗΠΑ για την ελληνική βιομηχανία ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης.
Δεν είναι, όμως, μόνο σε εμπιστευτικά έγγραφα που διατυπώνεται αυτή η εκτίμηση αλλά και σε διεξοδικά ρεπορτάζ διεθνών ειδησεογραφικών οργανισμών, όπως το Reuters, το οποίο δημοσίευσε το Δεκέμβριο του 2012 μία εκτενή δημοσιογραφική έρευνα για το θέμα. Σε αυτό, αφού πρώτα σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει περισσότερες πανελλαδικές εφημερίδες από τη Γερμανία ή τη Βρετανία, κάνει σαφείς και ονομαστικές αναφορές σε ιδιοκτήτες ΜΜΕ τους οποίους εμπλέκει στα διαπλεκόμενα συμφέροντα, με ιδιαίτερη μνεία στο MEGA Channel.
‘Οι πολιτικοί που έρχονται σε ρήξη με τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης διακινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν αρνητικά δημοσιεύματα’ γράφει το Reuters παραθέτοντας δηλώσεις πρώην υπουργού, ο οποίος υποστηρίζει ότι ιδιοκτήτης ιδιωτικού ΜΜΕ του ζήτησε στο παρελθόν να σταματήσει μία δικαστική διερεύνηση υποθέσεων του ενώ ένας ιδιοκτήτης εφημερίδας που χρωστούσε ένα εκατομμύριο ευρώ σε δημόσια επιχείρηση επικοινώνησε μαζί του σε μία προσπάθεια να πετύχει μία συμφωνία για να αποφύγει την πληρωμή του χρέους του.
Το πρόβλημα της σύγκρουσης συμφερόντων, της διαφθοράς και της αδιαφάνειας στον τομέα των μέσων ενημέρωσης θίγει και η Transparency International (Διεθνής Διαφάνεια) η οποία δίνει στην Ελλάδα τη χειρότερη βαθμολογία στην Ευρώπη και μία από τις χαμηλότερες διεθνώς στο δείκτη διαφάνειας, κάνοντας συγκεκριμένες αναφοράς στον τομέα των ΜΜΕ.
Έτσι, τουλάχιστον σύμφωνα με τις ΗΠΑ, το πρακτορείο Reuters και την Transparency International, ο υπουργός Επικρατείας κ. Παππάς και η κυβέρνηση έχουν δίκαιο και τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια (τουλάχιστον κάποια εξ αυτών) έχουν άδικο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου