Σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε, στον πόνο μας πιστοί,
– ξένοι, που νοσταλγήσανε πατρίδα όλη τη γη –
κάποια αγωνία μάς έδερνεν από το βράδι ως την αυγή,
πως το κουράγιο μας γοργά σαν κύμα θα σβυστεί,
|
Νύχτα ήταν τρισκότεινη, δίχως μια λάμψη έστω μικρή,
κ΄ είχε η ζωή μας αιστανθεί μεγάλο απαυδημό·
κ΄ είχε η καρδιά μας σφαλιχτό, σα φυλαχτό της τον καημό
και λέγαμε στενάζοντας : «Πότε θα φτάσουμε αντικρύ;»
Νύχτα ήταν τρισκότεινη, δίχως μια λάμψη έστω μικρή.
|
Μα, ως τόσο, κι αν γινήκανε κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά,
και το ιστιοφόρο μας επνίγη στο βυθό,
-ν- η τρικυμία εδιάβηκε –γιατί να λυπηθώ;–
και να! που φτάσαμε γεροί σε φως κι απανεμιά,
κι ας μείνανε στο πέλαγο κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά.
|
Δω πέρα θα ησυχάσουμε, συντρόφοι, τώρα μια στιγμή,
κ΄ ύστερα πια θα φτιάξουμε καράβι πιο γερό,
να μην τρομάζει κύματα βαριά κ΄ ενάντιο καιρό,
γιατί η ψυχή μας το ποθεί πάντα να πελαγοδρομεί,
προς νέες χαρές, νέους καημούς, προς νέους ωκεανούς.-
Τεύκρος Ανθίας
http://poiitariato.blogspot.gr/
|
Σάββατο 1 Αυγούστου 2015
Το ιστιοφόρο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου