ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΟΥΝ

Άλλη μια ημέρα είχε αρχίσει στη μεγάλη και γκρίζα πόλη της ΑΝΗΘΑΣ.
Εδώ και χρόνια τα τεράστια κτήρια είχαν πάρει τη θέση όλων σχεδόν των δέντρων. Τα πολλά και όμορφα χρώματα των δέντρων και των λουλουδιών είχαν πια χαθεί, το χώμα δε μπορούσε πια να δει τον Ήλιο αφού τόνοι από τσιμέντο το είχαν καλύψει.
Σε ένα απ’ αυτά τα κτήρια ζούσε κι η ΕΛΠΙΔΑ 
Είχε φτάσει η 18η Οκτωβρίου, η ημέρα των γενεθλίων της Ελπίδας. Βέβαια, δεν υπήρχε χώρος στο μικρό σπίτι της για πάρτυ και μεγάλες συγκεντρώσεις αλλά σίγουρα θα γίνονταν μια μικρή γιορτή με λίγους φίλους.
Η στιγμή των δώρων είχε φτάσει. Οι γονείς της, της πήραν το ποδήλατο που είχε βάλει στο μάτι εδώ και πολύ καιρό, ενώ οι φίλοι της, της έφεραν ένα όμορφο βιβλίο και το διασκεδαστικό επιτραπέζιο που συνήθιζε να παίζει μαζί τους. Η γιαγιά της, της αγόρασε μια μεγάλη γυάλινη κορνίζα.
Το πάρτυ είχε μόλις τελειώσει και δύο τεράστιες σακούλες σκουπιδιών είχαν μαζευτεί. Κάθε λογής σκουπίδι βρίσκονταν εκεί:
Αλουμινένια και πλαστικά κουτιά από αναψυκτικά και νερά
Χάρτινες σελίδες και κομφετί από τα παιχνίδια και τις ζωγραφιές που είχαν πεταχτεί
Μπουκάλια από τα ποτά που έπιναν οι μεγάλοι.
Ήταν ήδη πολύ αργά, έτσι όλοι αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Τα σκουπίδια θα πετάγονταν το πρωί στο γκρι μεγάλο κάδο στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η Ελπίδα είδε ένα παράξενο όνειρο
Λίγο πιο πέρα όμορφο και γυαλιστερό κάθονταν το καινούριο ποδήλατο της Ελπίδας. Άκουγε τα σκουπίδια να συζητούν κι ένοιωσε ότι είχαν πέρα για πέρα δίκιο. Ήξερε με σιγουριά ότι δεν ήταν άχρηστα. Το αντίθετο μάλιστα, ήταν απόλυτα βέβαιο ότι υπήρχαν πολύ σπουδαία πράγματα που μπορούσαν ακόμα να κάνουν.
Η Ελπίδα ξύπνησε αναστατωμένη. Τα σκουπίδια και τα δώρα της, αν και μίλαγαν μόνο στο όνειρό της, είχαν δίκιο. Δεν πρέπει να πάνε στο γκρι
κάδο. Δεν θα αφήσει η ίδια να συμβεί αυτό. Ένας από τους λόγους που η πόλη της είναι γρίζα και σκοτεινή είναι ότι οι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ το περιβάλλον. Τα παιδιά πρέπει να το αλλάξουμε αυτό.
Αμέσως σηκώθηκε πρώτη από όλους και τακτοποίησε τα σκουπίδια ανάλογο με το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένα και τα έβαλε στις σακούλες που εδώ και καιρό περίμεναν στην αποθήκη της κουζίνας για αυτή τη δουλιά.
Σε λίγο όλοι ξύπνησαν. Η Ελπίδα τους είπε τι είχε συμβεί. Ένα χαμόγελο αλλά και μια μικρή ντροπή σχηματίστηκε στα πρόσωπα των γονιών της. Συμφώνησαν να πάνε όλοι μαζί τα ξεχωρισμένα υλικά στους ειδικούς κάδους ανακύκλωσης κοντά στο σχολείο.
Ποτέ ξανά στο σπίτι της Ελπίδας δεν πετάχτηκε κάτι χωρίς πρώτα να κάποιος να σκεφτεί μήπως αυτό μπορεί να έχει κάποια άλλη αξία.
Το ίδιο έκαναν όλοι οι φίλοι της Ελπίδας και των γονιών της.
Ξαφνικά η πόλη είχε κάπου – κάπου χρώματα, είχε εδώ κι εκεί δέντρα και λουλούδια. Το χώμα σε κάποια σημεία άρχισε να συναντιέται ξανά με τον Ήλιο. Η ΑΝΗΘΑ άρχισε να θυμίζει και πάλι ΑΘΗΝΑ 
(Δεκάχρονη, κόρη συναδέλφου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου