08/06/2016
Τάσος Κουτσογιάννης
Ελπίδα, μια λέξη η οποία στην πολιτική είχε πρόσημο αριστερό για πολλά χρόνια (πολύ πριν τον ΣΥΡΙΖΑ). Η έννοια της ελπίδας έδινε πνοή στους προγόνους, στα ξερονήσια και τις φυλακές, και τώρα ξεφτιλίστηκε από την πρακτική αποτύπωση των όσων κάποιοι στρατήγησαν να πετύχουν με την επίκλησή της.
«Εκδίκηση των ονείρων, να πάρουμε τα καλάσνικοφ, οι δικές μας μέρες» συνθήματα και φράσεις που ειπώθηκαν τελευταία από ανθρώπους που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στην πορεία αυτού του τόπου. Συνθήματα που σε όσους ασχολούνται με την υπόθεση της αριστεράς σήμερα, προσβλέποντας για τη διέξοδο σε μια καλύτερη ζωή, μας γεμίζουν με το πένθος του χθες και την μελαγχολία του σήμερα, παρά με την ελπίδα του τώρα και του αύριο. Ένα μοιρολόι λοιπόν που συνεχίζει να καταναλώνεται, αντί να οικοδομείται με σοβαρούς όρους μια αφήγηση για το επόμενο βήμα.
Έρχεται ένα συνέδριο της αριστεράς στο τέλος του μήνα που διανύουμε και σε καμία περίπτωση δεν έχει ανοίξει αυτό πλατύτερα σε κόσμο και μάζες. Ένα συνέδριο που δεν έχει εμπλακεί στο διάλογο κόσμος, παρά στελέχη οργανώσεων και σε καμία περίπτωση δε παρακολουθείται από κανέναν κάποιος διάλογος που να τον αφορά. Αυτό συμβαίνει γιατί οι όροι της κουβέντας μπαίνουν πάλι στη μικροκλίμακα, αν όχι στην νανοκλίμακα. Μικροπολιτική, μεταξύ μίκρο-οργανώσεων, με μικρούς στόχους και βλέψεις, με μικρή επιρροή. Ακόμα και σήμερα, στα αποκαΐδια της μετά-κυβερνητικής προσπάθειας, αναλωνόμαστε με μικρά πράγματα ενώ δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε (και δε θα έπρεπε να έχουμε τίποτα να χάσουμε) διεκδικώντας εκ νέου κάτι ακόμα πιο μεγάλο. Αποφασίζω λοιπόν στις επόμενες παραγράφους να ασχοληθώ με κάτι πιο μεγάλο από τα στενά όρια τακτικών διεκδικήσεων.
Η επανάσταση της πραγματικότητας, σημαίνει συμβολή στο διάλογο της αριστεράς και παρέμβαση σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που θεωρούν ότι «ο Τσίπρας τα γύρισε». Μια συμβολή που θα πατάει στην πραγματικότητα σε κάθε πεδίο ανάλυσης και δε θα ασχολείται με μπαλώματα. Μια συμβολή που θέτει ως βάση την αποφυγή της πολυδιάσπασης της κοινωνίας και την συζήτηση για την προοπτική που θα πρέπει να δημιουργηθεί ως κοινωνικό ρεύμα ενάντια στην πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί από εδώ και πέρα με την ακόμα μεγαλύτερη επίθεση του αστικού μπλοκ. Η επίθεση που θα καταλήξει στην καλύτερη περίπτωση σε μια κοινωνία των δυο τρίτων και των χαμηλών προσδοκιών. Με τα δυο τρίτα να έχουν μια σχετική καλή διαβίωση (σε καμία περίπτωση ασφάλεια) και το ένα τρίτο παραμελημένο και ηθικά αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία. Κρίνεται γενικότερα αναγκαίο να γίνει μια εκτενέστερη περιγραφή του κακού σεναρίου που αφορά την συνέχιση των μνημονίων και της κοινωνίας όπως την ονειρεύονται οι «από πάνω» και των συνεπειών που θα έχει στις ζωές μας*.
Η υφιστάμενη κατάσταση μας βρίσκει απέναντι σε μια κυβέρνηση με μεγάλες τριβές, που όμως περνάει μέτρα χωρίς να κουνιέται φύλλο. Μια κυβέρνηση που αν και γίνεται μέσες άκρες κατανοητή από την πλειοψηφία της κοινωνίας η αποτυχία της και η καταστροφική της πολιτική, η μόνη αντικυβερνητική πρόταση έρχεται ακριβώς στην ίδια μνημονιακή κατεύθυνση αλλά από τα δεξιά. «H σελίδα έχει αλλάξει» δήλωσε ο Τσίπρας και κατοχύρωσε το κόμμα του στην σοσιαλδημοκρατία μέσω της συνέντευξής του στην εφημερίδα των συντακτών. Αυτό ίσως αποτελεί και την αρχή του τέλους για την κυβέρνηση, καθώς παραβλέπει ότι όποιος πόνταρε στην σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα (κυρίως) τα τελευταία χρόνια, δε γύρισε απλά σπίτι του αλλά κλωτσοβολήθηκε. Δε μπορεί να ξεχνά κανείς (και ειδικά η αριστερά) ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει γραφειοκρατική υπόσταση και είναι και διασπασμένη σε πολλές μικρές μονάδες, συνέπεια αυτού ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα σε καμία περίπτωση δε μπορεί να την εκπροσωπήσει. Ταυτόχρονα ο Α. Τσίπρας έκανε άνοιγμα στην αριστερά, ζητώντας από αυτήν, στην ουσία, να ασκεί κριτική και όχι δράση, αφού επί λέξη είπε "Η κριτική από τα αριστερά και από κοινωνική σκοπιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει να την ακούμε πολύ προσεκτικά"**. Αλήθεια τι σημαίνει αυτό; Δεν αποτελεί ξεκάθαρο άνοιγμα σε παθητική στάση της ΛΑΕ και στην ενσωμάτωσή της (στο μοίρασμα της πίτας) όπως παλαιότερα ο Συνασπισμός; Αυτός είναι ο κίνδυνος για το τέλος της ΛΑΕ και τα περαιτέρω προβλήματα στην υπόλοιπη αριστερά, αντιγράφοντας τον ρόλο του Συνασπισμού στα χρόνια της ευμάρειας επί Σημίτη σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο και συνθήκες.
Υφίσταται επίσης σήμερα ο φόβος για την εγκαθίδρυση της δομημένης πραγματικότητας των μνημονίων και η κατρακύλα δεν είναι σίγουρο ότι έχει πάτο, πόσο δε μάλλον σε καθεστώς μετα-δημοκρατίας που η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ χωρίς καμία περίφραση πρέπει να πέσει. Αυτός πρέπει να είναι ο πρώτος λόγος οποιουδήποτε καταλαβαίνει πως η ίδια πολιτική αν εφαρμοστεί από κάποιον άλλο τουλάχιστον δε καταστρέφει περαιτέρω τις συνειδήσεις που κτίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια, δε καταστρέφει περαιτέρω την αριστερά, δε βάζει σε επικίνδυνα μαύρα μονοπάτια απολυταρχίας και συμπεριφορισμού τις μάζες. Επίσης σταματά να μετακυλά την αριστερά στην Ευρώπη και τον κόσμο της στο μετα-δημοκρατικό συμβιβασμό. Στην υφιστάμενη κατάσταση δε γίνεται να παραληφθεί η χρήση κατά βούληση ακροδεξιών μορφωμάτων ακόμα και η ανοχή στη Χρυσή Αυγή ως όπλο τρομοκράτησης για «τα χειρότερα που έρχονται» και τεχνηέντως καλλιέργεια εμφυλιοπολεμικού κλίματος, όποτε πρέπει να στραφεί το βλέμμα της εργατικής τάξης κάπου αλλού.
Από την άλλη πλευρά, τη δική μας, η αριστερά βιώνει δικαιολογημένα την εσωστρέφεια. Ετεροχρονισμένα και καθυστερημένα, γίνονται και προσπάθειες αποτίμησης και αυτοκριτικής, οι οποίες θα πρέπει να είναι πιο ουσιώδεις και ειλικρινείς για να εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη και την συντροφικότητα, ακόμα και τον οπαδών της αριστεράς οι οποίοι έχουν απομακρυνθεί μετά το σοκ του Ιουλίου. Το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης προφανώς ανήκει σε αυτούς που έχουν αποστατήσει πιθανώς πολύ πριν το 2012 και συνεχίζουν σήμερα στο μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπόλοιποι δοκιμάζοντας τα όρια του κυβερνητικού δρόμου, ο καθένας μας πρέπει να πάρει θέση για όσα έπραξε και όσα υποστήριξε εκείνο το διάστημα. Ακόμα και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά φέρει μερίδιο σε αυτό το δρόμο που τράβηξε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2010 και μετά. Οι πλατείες ήτανε εκεί και ο κόσμος έψαχνε τον μπροστάρη ή τη δομή που θα του δώσει διέξοδο και το εξέφραζε (και εκλογικά) και κανείς πλην του ΣΥΡΙΖΑ δε δέχτηκε να βγει μπροστά***. Το μερίδιο ευθυνών αναλογεί σε όλους εμάς που βασιστήκαμε σε συντροφικές σχέσεις ξεχνώντας απλούς κανόνες μαρξισμού και δίνοντας στήριξη σε άτομα που δεν ανήκαν στην εργατική τάξη και τα πληττόμενα στρώματα και την κρίσιμη στιγμή δε ρίσκαραν τίποτα για αυτά. Στηρίξαμε δομές που ήτανε αποτέλεσμα εσωτερικών διαπραγματεύσεων και όχι διαλόγου και εκ του αποτελέσματος (και όχι μόνο) ήτανε δυσλειτουργικές.
Στο σήμερα, και στην πραγματικότητα του σήμερα οφείλουμε όχι απλά να μην κάνουμε τα ίδια λάθη αλλά να βρούμε εξ’ αρχής τον εαυτό μας. Η ανασύνθεση της αριστεράς δε μπορεί να σηματοδοτεί κάτι άλλο αν δεν μιλάμε ξεκάθαρα για τους στόχους με επιστημονικό τρόπο και ειλικρινή. Το κάτι πιο μεγάλο είναι η επανίδρυση της αριστεράς για ένα νέο αντικαπιταλιστικό ριζοσπαστικό κόμμα που θα ξεφεύγει από την οικονομικίστικη αφήγηση (της δημιουργικής και μη ασάφειας) που έχει ταβάνι τον κοινοβουλευτισμό και κρύβει την ανημποριά να εμπνεύσει κόσμο ή και θα αποφεύγει να ανοίξει ζητήματα. Η ανάληψη της κυβέρνησης έχει και αυτή ταβάνι (όπως όλοι κατάλαβαν από τη συντονισμένη προσπάθεια ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ και ΕΕ να αλλάξει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος), και για να αποτελέσει εργαλείο στα χέρια μας πρέπει να συνοδεύετε από δομές και εξουσία των εργατών στους χώρους δουλειάς, εθνικοποίηση των τραπεζών, δήμευση περιουσιών και κεφαλαίου. Πρέπει να ανοίξουμε τον διάλογο για αναθεώρηση του συντάγματος σε πιο αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση. Έτσι το ρητό και ξεκάθαρο αίτημα αποχώρησης του ελληνικού κράτους από Ε.Ε. και ευρωζώνη θα αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά με πρόσημο υπέρ της εργατικής τάξης, και ως μέρος συνολικότερου διεθνιστικού σχεδίου της διάλυσης της Ε.Ε. Απαραιτήτως ανοίγει ο διάλογος για γεωπολιτικά ζητήματα και διαχείριση κρίσεων, όπου όμως σε καμία περίπτωση δε γίνεται να περιγραφεί το «πως θα είναι» και το «τι θα γίνει όταν έρθει η ρήξη». Η Ευρώπη της μεταδημοκρατίας έχει ξεφύγει πολύ καιρό από τις καταστάσεις ομαλότητας, από την εβδομάδα του «ΟΧΙ» και τις κλειστές τράπεζες έως το προσφυγικό ζήτημα και το Nuit Debut, μόνο τους τελευταίους 12 μήνες.
Αυτή η μικρή περιγραφή αφορά την αριστερά του αύριο σαν από θέση ισχυρής κοινωνικής επιρροής προσπαθήσει να ασκήσει πολιτική και να διευρύνει την ταξική πάλη και συνείδηση. Για να φθάσει σε αυτό το σημείο απέχει πάρα πολύ. Οι σημερινές οργανώσεις και πολιτικές κινήσεις βρίσκονται στα όρια της πολυδιάσπασης, με τις εσωτερικές τριβές ως αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης ακόμα και στο εσωτερικό των οργανώσεων. Με αυτό ως δεδομένο δε γίνεται δημιουργικός διάλογος που θα παράξει πολιτική γραμμή και άρα δεν είναι ελκυστικό ούτε σε εμάς τους ίδιους. Υπό αυτό το φόβο αρκετοί έχουν επιλέξει και πατάνε σε δυο βάρκες με την μια να είναι η κυβερνητική, γενικευμένη κατάσταση η οποία εντείνει την παθογένεια στις διαδικασίες. Η πλήρης συσχέτιση με το χθες είναι απαραίτητη συνθήκη για το αύριο και τις σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσά μας ακόμα και αν αυτή η αποκοπή σε μερικές περιπτώσεις γίνει δογματικά και καθαρά για οργανωτικούς λόγους. Για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και το ανέβασμα της ψυχολογίας των αριστερών πρέπει να οικοδομήσουμε δομές που θα σβήνουν την ιεραρχία και θα παραπέμπουν στην ισονομία και τη δημοκρατία. Αυτά είναι συλλογικές ηγεσίες, ομοσπονδιακές δομές, αμεσοδημοκρατία με εναλλακτικούς τρόπους συνελεύσεων, εμπνευσμένα από κόμματα και δομές που ήδη υπήρξαν ακόμα και στην Ελλάδα βάζοντας τα δικά μας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Στην κρίση ηθικής και σχέσεων μεταξύ της αριστεράς και της κοινωνίας αλλά και μεταξύ της ίδιας της αριστεράς δε μπορεί παρά η μόνη απάντηση να είναι «όλα πάνω στο τραπέζι». Προσωπικά δεν τάχθηκα στην αριστερά για να έχω πάνω από το κεφάλι μου κάποιο ηγέτη αλλά ούτε και να είμαι ηγέτης κανενός. Τάχθηκα γιατί είναι ο χώρος που κοιτάει το αύριο ως δυναμική του παρόντος και η συζήτηση με όσους το αντιλαμβάνονται αυτό, παρήγαγε πολιτική που καθόριζε τις ζωές μας (όπως και έγινε με το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ). Αντί λοιπόν να ξεφύγουμε στις εύκολες λύσεις για τα ψηφουλάκια, όπως η μεταστροφή κλασσικών θέσεών μας (μετακίνηση της απεύθυνσής μας προς τον πατριωτισμό και όχι στην ταξική πάλη) ή στην ιεραρχία του ηγέτη που έχει την λύση (ακόμα και αν μπορούσε να ήτανε σωστή) κάθε φορά, καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε το αραίωμα του πολιτικού χρόνου παραγωγικά και όχι στην εξαγγελία της κάθε φανφάρας, χόμπι κατά το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας τα πήγε περίφημα. Η λύση είναι από τα κάτω με συνελεύσεις γειτονιών και λαϊκές επιτροπές, για την παραγωγή εναλλακτικού προγράμματος της αριστεράς που θα σκοτώσει το δόγμα ΤΙΝΑ και θα δώσει νόημα στην οργάνωση του κόσμου, εξυπηρετώντας την παραγωγή ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής της ίδιας κοινωνίας και όχι την σχηματοποίηση μηχανισμών.****
*Στην ταινία Demolition Man (1993) εξελίσσεται η πλοκή, σε μια κοινωνία που παρουσιάζονται εικόνες από την κοινωνία των δυο τρίτων. Άνθρωποι που ζουν σε φαβέλες-πόλεις χτισμένες μέσα στους υπονόμους και μάλιστα αντιμετωπίζονται σαν να τους αξίζει αυτό που ζούνε, σαν αυτοί να φταίνε, να μην ήτανε τόσο άξιοι ή δουλευταράδες για κάτι καλύτερο και άρα ακόμα και αν αντιδρούν πρέπει να τους απομονώνει η κοινωνία, ως το χειρότερο και πιο ανάξιο κομμάτι της. Και με μια κλεμμένη φράση «το Hollywood περιγράφει την πραγματικότητα από πάντα».
**Αλέξης Τσίπρας στην Εφημερίδα των Συντακτών 5.6.2016 : https://www.efsyn.gr/arthro/alexis-tsipras-stin-efsyn-o-k-mitsotakis-akoloythei-enan-akros-dihastiko-logo
***Περιφερειακές εκλογές 2010, Αττική, Λαϊκή Συσπείρωση, 14,44%.
****Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί συμβολή στο διάλογο που γίνεται εν όψη του Ιδρυτικού Συνεδρίου της ΛΑΕ.
http://odofragma-skas.blogspot.gr/2016/06/blog-post_15.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου