Ο Ρόκκος Χοϊδάς γεννήθηκε το 1830. Ήταν γόνος μιας επιφανούς κεφαλλονίτικης οικογένειας, η οποία από το 1593 είχε γραφεί στο Libro d’ oro. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ακολούθησε το δικαστικό κλάδο φτάνοντας ως το βαθμό του αντιεισαγγελέα εφετών. Από τα νεανικά του χρόνια έδειξε το φιλελεύθερο πνεύμα που τον διέκρινε και την αγωνιστικότητά του για την υλοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών του. Πρωτοστάτησε στην εξέγερση κατά του Όθωνα (το 1862) και συμμετείχε στις λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στα ανάκτορα και στην καμαρίλα τους.
Το 1875 σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε σκαιότατα το συγκεντρωμένο πλήθος. Ο Ρόκκος Χοϊδάς αντιτάχτηκε στο βουλευτή. Τελικά η φιλονικία των δύο ανδρών κατέληξε σε μονομαχία, κατά την οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Ο Χοϊδάς επί ένα μήνα χαροπάλευε, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από το σπίτι του. Η βασιλική Αυλή, για να προλάβει αναταραχές, του πρότεινε να σταλεί η κόρη του Πηνελόπη, με υποτροφία από το παλάτι, για ανώτερες σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί «κυρία επί των τιμών» της βασίλισσας Όλγας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε την πρόταση αυτή, γεγονός που τον ανύψωσε στην κοινή γνώμη.
Λίγους μήνες μετά, λόγω της λαϊκής αντίδρασης για την πολιτική του Δ. Βούλγαρη, προκηρύχτηκαν εκλογές για τη 18η Ιουλίου 1875. Ο Ρ. Χοϊδάς έβαλε υποψηφιότητα στην εκλογική περιφέρεια της Κραναίας Κεφαλονιάς. Αν και ο κρατικός μηχανισμός και οι τοπικοί κομματάρχες (δήμαρχοι και κοινοτάρχες) άσκησαν τρομοκρατία σε βάρος των οπαδών του, υπερψηφίστηκε στο νησί – κάστρο του παλιού επτανησιώτικου ριζοσπαστισμού. Σημαντικό ρόλο στην εκλογή του έπαιξε η εφημερίδα «Εργάτης» που εξέδιδε(από την 5η Ιουλίου 1875) στην Κεφαλονιά ο ουτοπικός σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς. Παράλληλα η υποψηφιότητά του είχε υποστηριχτεί και από δημοκρατικούς κύκλους της Αθήνας. Ο «Ασμοδαίος», έντυπο που εκδιδόταν από τον Θέμο Άννινο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, είχε ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ του Χοϊδά.
Ο λαός της Κεφαλονιάς πίστευε ότι ο αιρετός του εκπρόσωπος θα συνέβαλε με τους αγώνες του στη διεύρυνση της εθνικής ανεξαρτησίας και στην εδραίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δημοκρατική νεολαία του Αργοστολίου, έγραφε ο «Εργάτης», παρέθεσε δείπνο προς τιμή του δημοκράτη βουλευτή. Ανάμεσα στις προπόσεις απαγγέλθηκε και ένα ποίημα, το οποίο είχε γράψει ο νεαρός τότε Μπάμπης Άννινος, αδερφός του εκδότη του «Ασμοδαίου». Από το πολύστιχο ποίημα παραθέτω τρεις στροφές:
Το μεγαλόψυχο νησί σηκώνει το κεφάλι
και μέσα από τα σπλάχνα του ένα παιδί διαλέει,
ένα φοινίκι σύμβολο του δίνει και του λέει:
«Σύρε, τα φίδια που μας τρων να διώξης, να σκοτώσης,
στην άτυχη πατρίδα μας παρηγοριά να δώσης.
———-
Σύρε και πες τι θέλουνε στον κόρφο μας οι ξένοι;
Τι θέλουν τα κοπέλια τους, γιατί, γιατί να μένη
στον τόπο μας η προδοσιά, γιατί δεν μας αφήνουν;
———-
Όχι, σε σας δεν σκύφτουμε σα δούλοι το κεφάλι!
Θέλουμε την Ελλάδα μας ελεύθερη, μεγάλη.
Σύρε και πες γυρεύουμε τη δόξα μας την πρώτη.
Ελευθεριά γυρεύουμε, ισότη κι αδελφότη».
Το πολιτικό κατεστημένο της τότε εποχής, θορυβημένο από την εκλογική επιτυχία του πρώτου κοινωνιστή (= σοσιαλιστή) βουλευτή, αντέδρασε. Λίγο μετά την εκλογή του επιχείρησε να τον δολοφονήσει το 1875, αλλά απέτυχε. Το 1883 ο Χοϊδάς εξελέγη βουλευτής Αττικής, αλλά δυο χρόνια αργότερα παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δολοφονική απόπειρα που έγινε εναντίον του στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.
Έκτοτε ανέπτυξε κοινωνική δράση αρθρογραφώντας κυρίως από τις στήλες του «Ραμπαγά», ενός πολιτικοσατιρικού περιοδικού που εξέδιδε ο φίλος του Κλεάνθης Τριανταφύλλου, το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1878 και χτυπούσε αλύπητα την πατριδοκαπηλία και τη φαυλοκρατία πολιτικών και κομμάτων. Την 4η Σεπτεμβρίου 1888 δημοσίευσε δύο άρθρα του στο προαναφερθέν περιοδικό, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο Κωνσταντίνο, και παραπέμφθηκε σε δίκη στο κακουργιοδικείο της Άμφισσας το Μάιο του 1889. Παρά τη ρητορική του δεινότητα (απολογήθηκε μιλώντας συνεχώς για είκοσι τέσσερις ώρες), καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και κλείστηκε στις «μεσαιωνικές» φυλακές της Χαλκίδας (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 2ας Δεκεμβρίου 1972). Εκεί πέθανε τον επόμενο χρόνο στις 3 Μαΐου 1890 (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 20ης Νοεμβρίου 1977).
Το έργο του Ρόκκου Χοϊδά βρήκε συνεχιστές. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ουαιώνα συγκροτήθηκε από μερικούς διανοούμενους η «Κοινωνιολογική Εταιρεία». Τα στελέχη της διεκδικούσαν ισότητα ευκαιριών για όλα τα μέλη της κοινωνίας, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, διανομή του κοινωνικού πλούτου ανάλογα με τις ανάγκες καθενός και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στα μέσα του 1910 οι «Κοινωνιολόγοι» ίδρυσαν το Λαϊκό κόμμα με αρχηγό τον Αλ. Παπαναστασίου. (Δεν είχε καμιά σχέση με το μετέπειτα Λαϊκό κόμμα του Π. Τσαλδάρη). Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 επτά υποψήφιοι του Λαϊκού κόμματος εξελέγησαν βουλευτές και με τις παρεμβάσεις τους στη Β΄ αναθεωρητική Βουλή προώθησαν μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων (π.χ. αναγνώριση των εργατικών συνδικάτων, καθιέρωση της Κυριακής ως υποχρεωτικής αργίας, ασφάλιση των εργαζομένων κ. ά). Οκτώ χρόνια αργότερα (το 1918) ιδρύθηκε και τοΣοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, γεγονός που συνέτεινε στη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας.
https://chronontoulapo.wordpress.com/2013/11/12/%CF%81%CF%8C%CE%BA%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%BF%CF%8A%CE%B4%CE%AC%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%B2%CE%BF/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου