Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής (ΠΟΠΟΚΠ), Αντώνης Κουρούκλης |
Το (αντι) – ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της Ν.Δ. το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα, συνοδεύεται από αναλογιστική μελέτη, σύμφωνα με την οποία το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας καθίσταται βιώσιμο μέχρι το 2070!
Ο αποκλεισμός της Ομοσπονδίας μας, με ευθύνη του Υπουργού Βρούτση, από τη σχετική συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή, δεν μας έδωσε τη δυνατότητα να αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, τόσο στο περιεχόμενο του νομοσχεδίου όσο και στη συγκεκριμένη αναλογιστική μελέτη.
Σχετικά με το δεύτερο, εξαιρώντας τη μεθοδολογία που αφορά στην επιλογή και εφαρμογή του μαθηματικού και στατιστικού μοντέλου για την κατάρτιση των πινάκων και την εκτίμηση των κινδύνων, θα αναφερθούμε στις βασικές δημογραφικές και μακροοικονομικές παραδοχές, σε συνδυασμό με το θεσμικό πλαίσιο που έχει ληφθεί υπόψη και δεν είναι άλλο από το νόμο Κατρούγκαλου και το νομοσχέδιο Βρούτση.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι, προφανώς δεν έχει κάποιος την απαίτηση μια αναλογιστική μελέτη να λάβει υπόψη της εναλλακτικά ή υποθετικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα στη βάση των εξελίξεων της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται, κάτι το οποίο πιθανότατα βρίσκεται εκτός του επιστημονικού πλαισίου το οποίο υπηρετεί. Ωστόσο είναι ακριβώς αυτός ο αυτοπεριορισμός που από τη μια της στερεί το «δυναμικό» χαρακτήρα και από την άλλη την καθιστά ιδιαίτερα «ευάλωτη» σε διάφορες μορφές «εργαλειοποίησης» – κυρίως από τη μεριά της πολιτικής ηγεσίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα προχωρήσουμε σ’ ένα σύντομο σχολιασμό, επιχειρώντας να περιγράψουμε τη στόχευση και την κυρίαρχη τάση των εφαρμοζόμενων πολιτικών, τις οποίες κατά την άποψή μας επιβεβαιώνει η συγκεκριμένη μελέτη.
Κατ’ αρχήν να τονίσουμε ότι εξετάζει και αντιπαραβάλλει δύο σενάρια. Στο πρώτο (status quo) οι αναλογιστικές προβολές πραγματοποιήθηκαν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και στο δεύτερο (reform) ενσωματώνονται οι αλλαγές και οι τροποποιήσεις του νομοσχεδίου Βρούτση. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το δεύτερο σενάριο σε καμιά περίπτωση δεν διαφοροποιείται από το πρώτο σχετικά με τη βασική «αρχιτεκτονική» που επέβαλλε ο νόμος Κατρούγκαλου (βασική – ανταποδοτική), περιοριζόμενο σε επιμέρους τροποποιήσεις και ποσοτικές αλλαγές. Η δεύτερη αφορά στις δημογραφικές παραδοχές (Eurostat 2018-2070), σύμφωνα με τις οποίες ο πληθυσμός της χώρας από 10.729 εκατομμύρια το 2018 μειώνεται σε 8.453 εκατομμύρια το 2070! Ξέχασαν να αναφέρουν αν θα είναι όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι! Προφανώς αποτελεί μια μορφή «αφαίρεσης» η οποία μπορεί να απεικονίζει την κυρίαρχη τάση εντός του συγκεκριμένου δείγματος, αλλά όχι την πραγματικότητα στη βάση τόσο της υφιστάμενης ενσωμάτωσης όσο και της διαρκώς κλιμακούμενης κινητικότητας ατόμων και πληθυσμών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γενικότερα πάντως, ο τρόπος με τον οποίο τίθεται στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του δημογραφικού, εκφράζει μια ξεκάθαρη εθνικιστική έως και ρατσιστική λογική.
Οι μακροοικονομικές παραδοχές (2018-2070) αφορούν στο εργατικό δυναμικό, στην απασχόληση, στην ανεργία, στην παραγωγικότητα, στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, στον πληθωρισμό, στον ΔΤΚ και στο ΑΕΠ. Όπως είναι λογικό, όλες οι μεταβλητές εντάσσονται σε μια «γραμμική» εξελικτική λογική η οποία προσομοιάζει περισσότερο με το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα παρά με τα δεδομένα αυτού που αποκαλούμε 4η βιομηχανική επανάσταση και η οποία στα επόμενα πενήντα χρόνια πρόκειται να εκδηλωθεί σε όλες τις εκφάνσεις της. Μεταξύ άλλων, βασικό χαρακτηριστικό πρόκειται να αποτελέσει η συνεχής υποβάθμιση της θέσης της μισθωτής εργασίας (υποκατάσταση – συμπληρωματικότητα) σε ποιοτικό και ποσοτικό επίπεδο. Σε συνδυασμό δε με την τεράστια αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των συντελεστών παραγωγής, τα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την απασχόληση, τις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς κλπ, εκτός από τη σφαίρα διανομής υπεισέρχονται στην ίδια τη σφαίρα των όρων παραγωγής, ενώ ακόμα και στο πιο ομαλό σενάριο παραπέμπουν σε «μη γραμμική» εξέλιξη του συνόλου των σχετικών μεγεθών.
Επανερχόμενοι ωστόσο στις βασικές παραδοχές της αναλογιστικής μελέτης, διακρίνουμε τα εξής: α) H εκτιμώμενη εξέλιξη της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύρια & επικουρική ασφάλιση) % του ΑΕΠ, η οποία προέκυψε από τις αναλογιστικές προβολές για την περίοδο 2018-2070 με βάση το ισχύον σύστημα εκτιμάται ότι θα διαμορφωνόταν από 15,6% του ΑΕΠ το 2018, σε 11,6% κατά το έτος 2070. Σύμφωνα με τη «μεταρρύθμιση», η δαπάνη για παροχές από 15,6% του ΑΕΠ το 2018 εκτιμάται σε 11,9% του ΑΕΠ για το 2070. β) Το πλήθος των ασφαλισμένων (κύρια ασφάλιση) από 4.705.520 το 2018 μειώνεται σε 4.299.047 το 2070. γ) Το πλήθος των συνταξιούχων (κύρια σύνταξη) από 2.541.759 το 2018 αυξάνεται σε 2.685.643 το 2070 και η αναλογία συνταξιούχων/ασφαλισμένων επιδεινώνεται για το ίδιο διάστημα από 0,54 σε 0,62. (προς την ίδια κατεύθυνση εξελίσσονται όλα τα αντίστοιχα μεγέθη της επικουρικής, ενώ οι προβολές είναι ίδιες και για τα δύο σενάρια) δ) Το σύνολο των εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη από 7,2% του ΑΕΠ το 2018 εκτιμάται σε 7,9% το 2070 τόσο με το ισχύον όσο και με το νέο σύστημα. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, είτε με το ισχύον είτε με το νέο σύστημα η συνταξιοδοτική δαπάνη συρρικνώνεται μεταξύ 11,0% και 12% του ΑΕΠ από 15,6% που είναι σήμερα.
Ταυτόχρονα, μειώνεται ο αριθμός των ασφαλισμένων και αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων. Το σύνολο ωστόσο των ασφαλιστικών εισφορών αυξάνεται από 7,2% το 2018 σε 7,9% το 2070. Δηλαδή, όσο αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων η συνταξιοδοτική δαπάνη περιορίζεται και όσο μειώνεται ο αριθμός των ασφαλισμένων το ποσό των καταβαλλόμενων εισφορών αυξάνεται! Η προφανής αντιφατικότητα βέβαια που αφορά στην εξέλιξη και διαμόρφωση των συγκεκριμένων μεγεθών, αίρεται σύμφωνα με τη μελέτη μέσω της αναπλήρωσης των απωλειών και της βελτίωσης των μεγεθών από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ (μεσοσταθμικά περίπου 3% ανά έτος μέχρι το 2070)! Αυτό είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει και αξιολογήσει…
Η δική μας προσέγγιση ωστόσο, χωρίς να αποτελεί «αναλογιστική μελέτη» είναι εντελώς διαφορετική. Πριν προχωρήσουμε ωστόσο, ας τονίσουμε το εξής: Ενώ οι προβλέψεις της μελέτης για την αύξηση του ΑΕΠ και τη συγκεκριμένη εξέλιξη των υπολοίπων μεγεθών αποτελούν απλά παραδοχές με βάση τα δεδομένα του 2018, οι προβλέψεις για τον περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης αποτελούν μνημονιακές δεσμεύσεις! Δηλαδή, όπως κι αν εξελιχτούν το ΑΕΠ, οι μισθοί, η απασχόληση κλπ, – θετικά ή αρνητικά – η μείωσή της δεν υπόκεινται σε κανενός είδους επανεξέταση, άρση ή περιορισμό. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω, ο νόμος Κατρούγκαλου και το νομοσχέδιο Βρούτση σε συνδυασμό με όλη την υπόλοιπη αντιασφαλιστική νομοθεσία (εξέλιξη ορίων ηλικίας κ.λπ.) και τις μνημονιακές δεσμεύσεις, υπηρετούν κατά την άποψή μας ένα πολιτικό σχέδιο που τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία εξελίσσεται χωρίς ποτέ να «βγει από το τραπέζι».
Εντελώς συνοπτικά, αυτό περιλαμβάνει : α) Tον περιορισμό δυνητικά της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της «εγγυημένης» εθνικής σύνταξης. β) Την απόλυτη σύνδεση της ανταποδοτικής σύνταξης με τις εισφορές και τα αντίστοιχα έσοδα του ΕΦΚΑ. Μην ξεχνάμε ότι το συγκεκριμένο σύστημα υπολογισμού –σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) – εφαρμόζεται ήδη στην επικουρική. Σ’ αυτό οι καταβαλλόμενες παροχές είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις καταβαλλόμενες εισφορές και το ύψος των απονεμόμενων συντάξεων είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την ηλικία του συνταξιούχου και τις συσσωρευμένες εισφορές του, ενώ παράλληλα είναι μη αποδεκτά τα ελλείμματα που μπορεί να προκύψουν στα ετήσια οργανικά αποτελέσματα του φορέα (ρήτρα μηδενικού ελλείμματος). Το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης συνδέεται άμεσα με το μακροοικονομικό περιβάλλον, θέτοντας σαν προτεραιότητα την οικονομική ισορροπία και τη βιωσιμότητά του συστήματος, χωρίς να εγγυάται το ύψος της σύνταξης (αυτό εννοούν όταν αναφέροντα στη βιωσιμότητα του συστήματος μέχρι το 2070).
Μένει λοιπόν να δούμε ποια είναι η πραγματική προοπτική και δυναμική της καταβολής εισφορών, προκειμένου να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για την εξέλιξη των πραγματικών μεγεθών σχετικά με την ανταποδοτική σύνταξη. Αναφερθήκαμε παραπάνω στις «δομικές» μεταβολές που αφορούν στη θέση της μισθωτής εργασίας. Ακόμη όμως κι αν δεν τις λάβουμε υπόψη μας, έρχεται το νομοσχέδιο Βρούτση να προκαθορίσει σε μεγάλο βαθμό μια αρνητική προοπτική, μειώνοντας τις εισφορές. Η αρχική μείωση ύψους 0,9% αφορά βέβαια στις εισφορές υπέρ του ταμείου ανεργίας και του πρώην ΟΕΚ. Η κυβέρνηση όμως αναφέρεται σε συνολική μείωση 5% όπου το 4,1% αφορά στις αμιγώς συνταξιοδοτικές εισφορές. Τη συγκεκριμένη μείωση δε, η αναλογιστική μελέτη δεν την λαμβάνει υπόψη της, περιοριζόμενη στη μείωση του 0,9 η οποία δεν επηρεάζει τις συντάξεις. Θεωρούμε πως είναι προφανής ο λόγος. Εκτός όμως από την άμεση μείωση οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τόσο την πλήρη απαλλαγή των μη μισθωτών με μεσαία και υψηλά εισοδήματα από την υποχρέωση καταβολής εισφορών πέρα από την κατώτατη κατηγορία, όσο και τη συρρίκνωση του συνολικού ποσού εισφορών των μισθωτών λόγω της ελαστικής απασχόλησης και του χαμηλού επιπέδου των μισθών. Προσθέτοντας δε και το ενδεχόμενο επιβολής αμιγώς κεφαλαιοποιητικού συστήματος και ατομικών λογαριασμών στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας – εφαρμογή του σχεδίου Μηταράκη στην κύρια σύνταξη – η συνεισφορά τους στον «κουμπαρά» του ΕΦΚΑ θα είναι μηδενική.
Επομένως, αυτό που συγκαλυμμένα εκφράζει η συγκεκριμένη αναλογιστική μελέτη είναι ότι, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο το σύστημα θα ισορροπήσει θέτοντας σαν βασική του στόχευση τη μη δημιουργία ελλειμμάτων, μεταφέροντας το βάρος της προσαρμογής στο κυμαινόμενο ενδεχομένως ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης. Παρακάμπτοντας δε όλα τα παραπάνω, περιορίζει την ανάλυση ευαισθησίας του συστήματος στο ενδεχόμενο αντί για το 80% των μη μισθωτών που σύμφωνα με τις αρχικές παραδοχές θα επιλέξει την κατώτατη κατηγορία, το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 90%. «Διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο» δηλαδή, σχετικά με τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες και τις μεταβλητές που αφορούν στη διαμόρφωση του συνολικού ύψους των ασφαλιστικών εισφορών.
Τα παραπάνω αποτελούν κατά την άποψή μας τον πυρήνα της παλαιάς και της νέας ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης» γι’ αυτό εστιάσαμε ιδιαίτερα, αποφεύγοντας να αναφερθούμε σε επιμέρους ζητήματα όπως η αναλογιστική αποτίμηση μετά την αλλαγή των ποσοστών αναπλήρωσης, την κατάργηση του αρθ. 120 του ν. 4611/19 («13η» σύνταξη) κ.ά.
Αντώνης Κουρούκλης
πρόεδρος ΠΟΠΟΚΠ
πρόεδρος ΠΟΠΟΚΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου